πυραλλίς

πυραλλίς
και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, -ίδος, ἡ, Α
1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού
2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά
3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» — είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τη λ. πῦρ με το υποκορ. επίθημα -αλίς / -αλλίς (με εκφραστικό διπλασιασμό τού -λ-), πρβλ. συκ-αλ(λ)ίς. Η ονομασία αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το είδος τού πτηνού και το είδος ελιάς πιθ. από το χρώμα τους, ενώ το έντομο ονομάστηκε έτσι, επειδή θεωρήθηκε ότι ζει στη φωτιά. Το διπλό -ρρ- τού τ. πυρραλίς που παραδίδει ο Ησύχ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού τ. πυρρός* (< πῦρ). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η λιγότερο πιθανή άποψη ότι η λ. ως ονομ. πτηνού πρέπει να συνδεθεί με το πυρός «σίτος» λόγω τού είδους τής τροφής του (πρβλ. συκ-αλλίς: σῦκον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυραλλίς — bird fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραλλίδα — πυραλλίς bird fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραλλίδες — πυραλλίς bird fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραλλίδος — πυραλλίς bird fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”